- φαύλῃ
- φαύ̱λῃ , φαῦλοςcheapfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαύλη — φαύ̱λη , φαῦλος cheap fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AUROSA — Harena, apud Ael. Lamprid in Heliogabalo, c. 31. Scobe auri porticum stravit et Argenti ut fit hodie de aurosa harena: quid sit, vide supra in voce Auri vena. Nempe quacumque pedibus iter faciebat Imperator, sternebatur via aurosa harenâ. Quem… … Hofmann J. Lexicon universale
αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… … Dictionary of Greek
φανάρι — I Ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, όπου εδρεύει από το 1603 το οικουμενικό πατριαρχείο. Βρίσκεται στη νότια παραλία του Κεράτιου κόλπου και ονομάστηκε έτσι από τον φάρο που υπήρχε στη βασιλική αποβάθρα. Τριγυριζόταν από τείχος, στα ΒΔ του … Dictionary of Greek
φαυλεπιθυμία — ἡ, Μ φαύλη επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + ἐπιθυμία] … Dictionary of Greek